Τρίτη 17 Αυγούστου 2010

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στη Δεξαμενή το 1906.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (4 Μαρτίου 1851 - 3 Ιανουαρίου 1911) ήταν κορυφαίος Έλληνας
λογοτέχνης, επονομαζόμενος ο "Άγιος των ελληνικών γραμμάτων". Έγραψε ηθογραφικά διηγήματα και μυθι
στορήματα, τα οποία κατέχου
ν περίοπτη θέση στη νεοελληνική λογοτεχνία και έχουν αναγνωριστεί διεθνώς ως συγγραφικά αριστουργήματα.
Ο ίδιος σε ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα ιστορεί τη ζωή του:
"Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθω, τῇ 4 Μαρτίου 1851. Ἐβγήκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α΄ καὶ Β΄ τάξιν. Τὴν Γ΄ ἐμα
θήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἴτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ Ἰούλιον τοῦ 1872 ὑπήγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἤλθα εἰς Ἀθήνας καί ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ΄ τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολήν, ὅπου ἤκουα κατ’ ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰ ξένας γλώσσας.
Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἁγίους, εἴτα ἔγραφα στίχους, καί ἐδοκίμαζα να συντάξω κωμῳδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη "ἡ Μετανάστις" ἔργον μου εἰς τὸ περιοδικὸν "Σωτήρα". Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθη "Οἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν" εἰς τὸ "Μὴ χάνεσαι". Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καί ἐφημερίδας."
Ο βίος του
Πρώιμη περίοδος
Ο Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο το 1851 και γονείς του ήταν ο ιερέας Αδαμάντιος Εμμανουήλ και η Αγγελική (Γκιουλώ) το γένος Μωραϊτίδη. Μεγάλωσε ανάμεσα σε εννιά παιδιά (τα δυο πέθαναν μικρά) με το φόβο του Θεού και εξοικειώθηκε νωρίς με τα εκκλησιαστικά πράγματα, τη θρησκευτική ατμόσφαιρα, τις λειτουργίες, τα εξωκκλήσια και την ήσυχη ζωή του νησιώτικου περίγυρου. Όλα αυτά του διαμόρφωσαν μια χριστιανοπρεπή ιδιοσυγκρασία, πού τη διατήρησε με πείσμα ως το τέλος της ζωής του.
Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο νησί του, εσωτερικός στην Ι. Μονή του Ευαγγελισμού. Φοίτησε ( με πολλές διακοπές λόγω οικονομικών δυσκολιών) στο Γυμνάσιο στη Χαλκίδα, τον Πειραιά και το τελείωσε στο Βαρβάκειο της Αθήνας. Πάντα φτωχός άρχισε από μαθητής να κερδίζει το ψωμί του με παραδόσεις και προγυμνάσεις μαθητών. Το 1872 επισκέφτηκε το Άγιο Όρος μαζί με τον φίλο του Νικόλαο Διανέλο, αργότερα μοναχό Νήφωνα, όπου παρέμεινε οκτώ μήνες ως δόκιμος μοναχός. Μη θεωρώντας τον εαυτό του άξιο να φέρει το "αγγελικό σχήμα" επέστρεψε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου, την οποία, με όλες τις προσπάθειες που έκανε, δεν την τελείωσε, γιατί η φτώχεια, η ανέχεια και η επισφαλής υγεία του, του στάθηκαν ανυπέρβλητα εμπόδια. Το ότι δεν πήρε το δίπλωμα του στοίχισε στον πατέρα του, ο οποίος τον περίμενε να γυρίσει καθηγητής στο νησί και να βοηθήσει τος τέσσερις αδελφές του. Οι τρεις από αυτές παρέμειναν ανύπαντρες και του παραστάθηκαν με αφοσίωση, σε όλες τις δύσκολες στιγμές του, όπως όταν απογοητευμένος από τη ζωή της Αθήνας, αναζητούσε καταφύγιο στη Σκιάθο. Οι οικονομικές του ανάγκες ήταν πολλές και σύντομα αναγκάστηκε επιστρέψει στην Αθήνα.
Η συγγραφική του πορεία
Από τη στιγμή που γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο άρχισε να δημοσιογραφεί και να κάνει μεταφράσεις από τα Γαλλικά και Αγγλικά, που είχε μάθει σε βάθος και πού λίγοι τα γνώριζαν τόσο καλά στην εποχή του. Οι απολαβές του όμως ήταν πενιχρές και αναγκαζόταν να ζει σε φτωχικά δωμάτια, όντας πάντα ολιγαρκής και λιτοδίαιτος.
Η θέση του καλυτέρεψε κάπως, όταν γνωρίστηκε με τον αλησμόνητο και προοδευτικό δημοσιογράφο Βλάση Γαβριηλίδη, που ίδρυσε την περίφημη για την εποχή της εφημερίδα "Ακρόπολη". Η ζωή του όμως δεν άλλαξε. Αν και η αμοιβή του από την εργασία του στην "Ακρόπολη" ήταν υπέρογκη (έπαιρνε 200 και 250 δραχμές το μήνα) και αρκετά από συνεργασίες του σε άλλες εφημερίδες και περιοδικά, που ήταν περιζήτητες, η οικονομική του κατάσταση στάθηκε για πάντα η αδύνατη πλευρά του. Γιατί είναι σπάταλος, κακοδιοίκητος, άταχτος. Όταν πάρει το μισθό του, θα πληρώσει τα χρέη του στην ταβέρνα του Κεχριμάνη, (πού έτρωγε είκοσι εφτά ολόκληρα χρόνια) θα δώσει το νοίκι, θα στείλει στη Σκίαθο, θα μοιράσει στους φτωχούς, θα σπαταλήσει σαν άρχοντας μ' ανοιχτό χέρι, χωρίς υπολογισμό, χωρίς σκέψη της αυριανής μέρας. Κι έτσι θα μείνει, όπως πριν, απένταρος, στενοχωρημένος, χωρίς να μπορέσει να πάρει ένα μαντίλι, ένα πουκάμισο, να κάνει μια φορεσιά ρούχα, πού τόσο είχε ανάγκη. Κι αυτή η ιστορία γίνεται πάντα, τα παθήματα δεν του γίνονται μαθήματα, να βάλει μια τάξη στη ζωή του. Έμεινε για πάντα άτσαλος, αδέξιος, αψήφιστος, αδιάφορος. Δεν είναι άξιος να περιποιηθεί τον εαυτό του, η ανεμελιά του δεν έχει όρια, και συνοδευμένη από κάποια φυσική ραθυμία και νωθρότητα, με μια πλήρη αδιαφορία για τα βιοτικά, τον κρατά σε μια αξιολύπητη αθλιότητα. Άπλυτος, απεριποίητος, σχεδόν κουρελής, δεν νοιάζεται για τίποτα. Ενώ μπορούσε να ζει με αξιοπρέπεια γιατί είναι λιτότατος και ασκητικός, σκορπάει τα λεπτά του, και μόνο κάθε πρωτομηνιά έχει χρήματα στην τσέπη του, "Κατ' έκείνην την ήμέραν συνέβη να είμαι πλούσιος.." γράφει κάπου. Ενδεικτικό της σχέσης του με τα χρήματα είναι το περιστατικό που αναφέρει ο Παύλος Νιρβάνας: όταν ο Παπαδιαμάντης ξεκίνησε τη συνεργασία του με την εφημερίδα "Το Άστυ", ο διευθυντής του προσέφερε μισθό 150 δραχμές. Η απάντηση του Παπαδιαμάντη ήταν: "Πολλές είναι εκατόν πενήντα. Με φτάνουνε εκατό." Η βασανισμένη αυτή ζωή, η εντατική εργασία, το ξενύχτι και προπάντων το πιοτό που σιγά-σιγά του έγινε πάθος, το τσιγάρο και η καθημερινή υπερβολική κούραση του κατέστρεψαν την υγεία και τον έφεραν πρόωρα στο θάνατο.
Μα και γενικά στη ζωή του ήταν απλησίαστος. Του άρεσε η μοναξιά και η απομόνωση. Δεν έπιανε εύκολα φιλίες, και ήταν πάντα επιφυλακτικός, κλεισμένος στον εαυτό του. Ελάχιστοι ήταν οι φίλοι του, όπως ο Γιάννης Βλαχογιάννης, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης και ένας δυο άλλοι. Ακόμα και προς τον Βλάση Γαβριηλίδη, που του στάθηκε ως πατέρας, και τον ενθάρρυνε και τον βοηθούσε πάντα, σε κάθε δύσκολη στιγμή του, δεν του έδειξε την αγάπη, που ίσως θα έπρεπε. Του άρεσε να ζει στον κλειστό εσωτερικό του κόσμο και να ζητεί την πνευματική ανακούφιση, ζωγραφίζοντας τις αναμνήσεις του στα ποιήματα του και τον ποιητικότατο πεζό του λόγο στα διάφορα διηγήματα του, που τα περισσότερα ξαναζωντανεύουν τους παλιούς θρύλους του πανέμορφου νησιού του.
Αυτός ο περίεργος και απόκοσμος τρόπος ζωής με την παράλληλη προσήλωσή του στην Ορθόδοξη Εκκλησία και τη λειτουργική της παράδοση τον έκαναν να ομοιάζει με κοσμοκαλόγερο. Συνήθιζε να ψάλει στον Ι. Ναό Αγίου Ελισαίου ως δεξιός ψάλτης, στον ίδιο ναό έψαλε ως αριστερός ψάλτης ο εξάδελφός του Αλέξανδρος Μωραϊτίδης ενώ εφημέριος ήταν ο Άγιος παπα Νικόλας Πλανάς.
Τα τελευταία χρόνια
Η ζωή του Παπαδιαμάντη μέρα με τη μέρα γινόταν δυσκολότερη. Η φτώχεια, το ποτό και η ασυλλόγιστη απλοχεριά του έγιναν αιτία να φτάσει σε απελπιστική κατάσταση, παράλληλα με την επιβάρυνση της υγείας του. Οι φίλοι του, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, Παύλος Νιρβάνας, Δημήτριος Κακλαμάνος, Αριστομένης Προβελέγγιος κ.α, διοργάνωσαν μια γιορτή στον Φιλολογικό Σύλλογο "Παρνασσός" το 1908, για τα λογοτεχνικά είκοσιπεντάχρονά του και κατάφεραν να συγκεντρώσουν ένα χρηματικό ποσό, προκειμένου να βγει από το οικονομικό αδιέξοδο. Πράγματι, ο Παπαδιαμάντης κατόρθωσε να πληρώσει τα χρέη του, να αγοράσει για πρώτη φορά καινούρια ρούχα κι ετοιμάστηκε να επιστρέψει στη Σκιάθο. Μάταια ο Νιρβάνας (γιατρός ο ίδιος) προσπάθησε ώστε να εισαχθεί στο νοσοκομείο. Στα τέλη του Μαρτίου του 1908 έφυγε για το νησί του, με σκοπό να μην ξαναγυρίσει στην πόλη "της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών...", όπως ο ίδιος έγραψε.
Στο νησί του, εξακολούθησε να κάνει τις μεταφράσεις που του έστελνε ο Γιάννης Βλαχογιάννης, για να έχει κάποιον πόρο ζωής, μα υστέρα από λίγο τα χέρια του πρήστηκαν και του ήταν δύσκολο να γράφει. Το ημερήσιο πρόγραμμά του περιλάμβανε πολύ πρωινό ξύπνημα, μια βόλτα στην ακρογιαλιά κι ύστερα εκκλησία, αποζητώντας τη λύτρωση της θρησκευτικής γαλήνης. Μαζεύοντας τα ιστορικά του νησιού και τα παλιά χρονικά, συνέθεσε τα τελευταία του διηγήματα πιο ώριμα και πιο ολοκληρωμένα.
Ο Παπαδιαμάντης πέθανε τον Ιανουάριο του 1911, υστέρα από επιδείνωση της υγείας του. Η κηδεία του τελέστηκε μέσα στο πένθος όλων των απλών ανθρώπων του νησιού. Με την είδηση του θανάτου του, το πένθος έγινε πανελλήνιο. Έγιναν επίσημα μνημόσυνα στην Αθήνα, στην Πόλη, στην Αλεξάνδρεια κι άλλου. Ορισμένοι ποιητές έγραψαν εγκωμιαστικά τραγούδια (Μαλακάσης, Πορφύρας κ.α.) και τα φιλολογικά περιοδικά της εποχής εξέδωσαν τιμητικά τεύχη, αφιερωμένα στη μνήμη του. Ο εκδοτικός οίκος Φέξη, λίγο αργότερα άρχισε την έκδοση των έργων του, που έφτασαν τους έντεκα τόμους. Στα 1924, ο Ελευθερουδάκης εξέδωσε τα Απαντά του με αρκετά ανέκδοτα διηγήματα. Το 1925 πραγματοποιήθηκε η γιορτή των αποκαλυπτηρίων της προτομής του στη Σκιάθο, ενώ στις εφημερίδες Ελεύθερον Βήμα και Πολιτεία δημοσιεύτηκαν τα τελευταία άγνωστα διηγήματα του. Το 1933, επισκέφτηκαν τη Σκιάθο τετρακόσιοι Γάλλοι διανοούμενοι, που μαζί με εκατόν πενήντα Έλληνες λογοτέχνες και άλλους θαυμαστές του, μίλησαν μπροστά στην προτομή του για το έργο του. Διηγήματα του Παπαδιαμάντη άρχισαν να εκδίδονται στα γαλλικά και πολλοί Γάλλοι ελληνιστές ασχολήθηκαν πλατύτερα με το έργο του. Το 1936 ο Γιώργος Κατσίμπαλης ετοίμασε την πρώτη βιβλιογραφία του ενώ ξεκίνησε από τους Έλληνες λογοτέχνες η συστηματική κριτική του έργου του, άλλοτε θετική και άλλοτε αρνητική. Αν και η βιβλιογραφία γύρω από τη ζωή του είναι τεράστια, τόσο σε έκταση όσο και σε ποικιλία, σοβαρά κριτικά άρθρα δεν υπάρχουν ως το 1935, τα οποία να ανταποκρίνονται σε μία αντικειμενική μελέτη του έργου του.

Το έργο του

Μέσα στα περισσότερα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, του συγγραφέα και υμνητή του ρόδινου νησιού του", θρασσομανάν οι ρεματιές, οι χαράδρες, οι αναβασιές, τα υψώματα, με διαφορετική το καθένα βλάστηση, όσο και η θαλασσινή του διαμόρφωση, με τα αμέτρητα λιμανάκια, τους κόρφους και τους κάβους, τους γκρεμούς, τις σπηλιές, τα νησάκια, τις αμμουδιές, τ' ακρογιάλια, με διαφορετική το καθένα μορφή, αλλού χαλίκια, αλλού χοντρά βότσαλα, αλλού χρυσαφένια δαντελώματα, αλλού αμμουδερά ονειρεμένα ακρογιάλια, όπως οι περίφημες κουκουναριές, που τα δέντρα τους περπατούν πάνω στο διάπλατο ασημένιο γιαλό και θαρρείς πως είναι έτοιμα να βουτήξουν μέσα στη θάλασσα. Αυτές οι αλησμόνητες παιδικές μνήμες περνοδιαβαίνουν στη σκέψη του Παπαδιαμάντη ασταμάτητα και του κρατούν συντροφιά στην ατελείωτη μοναξιά του. Κι όταν πια ο καημός του γίνει στοιχειό και άλλο δε βαστιέται, ο Παπαδιαμάντης τα κάνει διηγήματα, κεντημένα με ποιητικό μαγνάδι, ντύνοντας τα με τα θρησκευτικά βιώματα του ή τη ζωή, τα βάσανα, τους καημούς και τις μικροχαρές της σκιαθίτικης φτωχολογιάς. Οι ήρωες του είναι ψαράδες, αγρότες, ιερωμένοι, μετανάστες, πολυφαμελίτες, εργένηδες, αναξιοπαθούσες χήρες, όμορφες ορφανές ή κακομούτσουνες μάγισσες και λογής-λογιών αγύρτισσες.
Και όταν δεν κάνει τέχνη τις παιδικές του αναμνήσεις, τότε παίρνει τα θέματα του από τη ζωή των φτωχογειτονιών της Αθήνας, Το υπόστρωμα, συνήθως, είναι θρησκευτικό. Το εξωτερικό περιβάλλον περιγράφεται με αληθινή λατρεία προς τη φύση. Υπάρχει όμως και μια οξύτατη ψυχολογική περιγραφή, μια εύστοχη διείσδυση στα κατάβαθα του ψυχικού κόσμου των ηρώων του, που έκανε τόση εντύπωση και στην εποχή του, που πολλοί τον παρομοίωσαν με τον Ντοστογιέφσκι.
Ολόκληρη η ουσία της πεζογραφίας του περικλείεται μέσα σε μια φράση που ο ίδιος μας άφησε : "Το έπ έμοι, ενόσω ζω, και αναπνέω καί σωφρονώ, δεν θα παύσω να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ' έρωτος την φύσιν, καί να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη".
Στενότερα ηθογράφος στην αρχή, πλάτυνε με τον καιρό την ηθογραφία του και την τεχνική του, ώστε να θεωρείται ότι αυτός εγκαινίασε τη διηγηματογραφία στην Ελλάδα. Ο ρακένδυτος μάγος της Σκιάθου διαχύνει στο έργο του μια πλούσια σπατάλη ταλέντου, πού τον καθιερώνει ως πρωθιεράρχη της πεζογραφίας μας. Ενα απόθεμα μνήμης τροφοδοτεί αείροα τις εμπνεύσεις του, ένας ποιητικός οίστρος τις διαποτίζει, μια μαγεία του λόγου τις μετουσιώνει. Οι ήρωες του απλοί, ταπεινοί, γραφικοί καί βασανισμένοι, γίνονται οι πυρήνες των δραματικών συγκρούσεων τους με τη ζωή, γίνονται χαρακτήρες και άνθρωποι. Η καθαρεύουσα πού χρησιμοποιεί, σπάνια γίνεται δυσνόητη, γιατί διαπνέεται από τον κραδασμό και τη θέρμη του πλέον ευσυγκίνητου ανθρωπισμού. Σιγά-σιγά όμως απλοποιούσε τη γλώσσα, βάζοντας περισσότερα λαϊκά στοιχεία, και λίγο πριν το θάνατο του έγραψε και διηγήματα στη δημοτική γλώσσα. Τον διακρίνει ποιητικό ύφος και γόνιμη φαντασία. Σκορπάει στις σελίδες του το απόθεμα της θρησκευτικής του κατάνυξης, που τον συγκλόνισε από την παιδική του ηλικία. Δεν περιορίζεται στην περιγραφική γοητεία, αλλά εισχωρεί στο δράμα της ανθρώπινης ψυχής. Στις εικόνες του, πού έχουν την ίδια ζωγραφική γοητεία, είτε αναφέρονται στο ηλιοπλημμυρισμένο Αιγαίο είτε στη φτωχογειτονιά της Αθήνας, εμφυσά την πνοή της λυρικής του έξαρσης, ενσταλάζει το βυζαντινό ημίφως του μυστικισμού του και αποθέτει την τρυφερότητα της χριστιανικής του αγάπης.
Εκτός από τα διηγήματα και τις νουβέλες έγραψε και ποιήματα θρησκευτικής έμπνευσης, που εξυμνούν τη μητέρα του και την Μητέρα του Κόσμου όλου, την Παναγία. Κι όμως, ο Παπαδιαμάντης που ήταν υπερήφανος για το διηγηματικό του έργο, του οποίου γνώριζε την πραγματική αξία, δεν θεώρησε ποτέ του ότι ήταν και ποιητής, αν και η ποιητική πνοή αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό και του πεζού του λόγου. Γι' αυτόν η ποίηση υπήρξε ένα μυστικό σάλεμα της βασανισμένης του μυστικοπάθειας, χωρίς να ενδιαφέρεται για ρίμες και στολίδια κι έτσι πέτυχε μια λιτότητα ελεύθερου στίχου, που αρκετά χρόνια αργότερα έγινε, σχεδόν, μόνιμο μοτίβο της νεοελληνικής ποίησης. Αν η πεζογραφία του έχει τη δυνατότητα να αντικειμενοποιεί και τα προσωπικά του βιώματα, η ποίηση του αντίθετα, δεν εκφράζει παρά την προσωπική του εξομολόγηση.
Μερικοί φίλοι του δημοσιογράφοι: ο Γαβριηλίδης, ο Πάγκος Καμπούρογλους, ο Δημήτριος Κορομηλάς, ο Ιωάννης Ζερβός, ο Δημήτρης Χατζόπουλος (Μποέμ), είναι οι πρώτοι που μίλησαν ανεπιφύλακτα και εγκωμιαστικά για το έργο του. Όλοι όμως οι άλλοι και κυρίως οι κριτικοί λογοτέχνες: ο Εμμανουήλ Ροΐδης, ο Άγγελος Βλάχος, ο Μιχαήλ Μητσάκης, ο Ιωάννης Δαμβέργης, ο Ιωάννης Κονδυλάκης, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ούτε λέξη για το έργο του. Τον διεκδικούν οι δημοτικιστές γιατί το έργο του ανήκει στην πρωτοπορία του καιρού του, αλλά δεν τον συμπαθούν για τη γλώσσα του. Το ίδιο οι καθαρευουσιάνοι, γιατί είναι γλωσσικά συντηρητικός, μα λογοτεχνικά έξω από το κλίμα τους. Κριτική, όσο ζούσε, εκτός από τον Παλαμά στα 1899, και τον Νιρβάνα στα 1906, δεν γράφτηκε καμιά (εκτός από τους νέους της Αλεξάνδρειας) και στα είκοσιπεντάχρονά του στον "Παρνασσό" πάλι το 1908, μόνο ο Νιρβάνας μίλησε. Μάταια, ο Γαβριηλίδης γράφει: "Δεν είναι απλούς διηγηματογράφος, είναι πνευματικός και ηθικός εργάτης, αγωνιστής της προόδου, της ενημερώσεως, της δικαιοσύνης...". Οι επιφυλάξεις έξακολουθούν. Ο πάντα ανοιχτομάτης Ξενόπουλος διστάζει να διακηρύξει την αξία του Παπαδιαμάντη. Μόνο ο Παλαμάς, ο επισημότερος κριτικός της μεταψυχαρικής περιόδου, συνόψισε τα χαρακτηριστικά της διηγηματογραφικής φυσιογνωμίας του, που "δίνει την άϋλη χαρά της τέχνης". "Ένα περιβόλι, γράφει, είναι ο κόσμος πού μας παρουσιάζει στις ιστορίες του (...). Παντού τα συγκεκριμένα και τα χειροπιαστά, ζωγραφιές των πραγμάτων, όχι άρθρα (...). Πρόσωπα, όχι δόγματα. Είκόνες, όχι φράσεις. Κουβέντες, όχι κηρύγματα, διηγήματα, όχι αγορεύσεις". Το ίδιο κάνει κι ό Νιρβάνας στα 1906 : "Εκείνος πού θα δώσει μίαν ημέραν μακρινήν(...) την εικόνα του Παπαδιαμάντη, του πρώτου καί μοναδικού της εποχής μας, δεν πρέπει να χωρίσει ποτέ τον συγγραφέα από τον άνθρωπον (...). Ο Παπαδιαμάντης δεν είναι γραμματάνθρωπος, είναι ποιητής...".
Αμέσως, όμως, μετά το θάνατο του όλοι ομόφωνα σχεδόν τον εγκωμίασαν αυθόρμητα. Ο Γρ. Ξενόπουλος τον τίμησε με μιαν από τις καλύτερες κριτικές μελέτες του : "Ο Παπαδιαμάντης (γράφει) δεν εψεύτηκε ποτέ, δεν εμιμήθη ποτέ, δεν έπροσποιήθη ποτέ, δεν εκιβδηλοποίησε ποτέ. Εκοψε μόνον ολόχρυσα νομίσματα από το μεταλλείον της ψυχής του, της αγνής καί αδιάφθορου (...). Η ψυχή του είναι καθαυτό η ρωμέικη λαϊκή ψυχή", θεωρεί αριστούργημα του Παπαδιαμάντη την "Φόνισσαν" και την χαρακτηρίζει "τραγωδίαν μεγαλοπρεπεστάτην". Ο Κώστας Αθάνατος κήρυξε ότι: "μετά τον Σολωμόν μόνον ο Παπαδιαμάντης υπάρχει σοβαρός εις τα νεοελληνικά γράμματα". Ο Φώτος Πολίτης με ένα αξιοπρόσεκτο άρθρο του, ανάμεσα στα άλλα γράφει: "Ελλην γνήσιος καί συγγραφεύς ισχυρός εχάρισε σελίδας εξόχου αγνότητος και ηθικής ρώμης...". Αργότερα τον συνέδεσε με τον Σολωμό. "Μόνο ο Παπαδιαμάντης κι ο Σολωμός, γράφει, μας έδωσαν έργα με συνολική σύλληψη ζωής, λυτρωμένα από το τυχαίο και το επεισοδιακό". Παράλληλα με τον Πολίτη, ο Κωστής Μπαστιάς στα 1928, αγωνιζόταν να συνειδητοποιήσει στους νέους το βαθύτερο νόημα της δημιουργικής απαγγελίας του Παπαδιαμάντη. Στα 1933, ο Φάνης Μιχαλόπουλος σε μια διεξοδική μελέτη του, εκτός των άλλων τόνισε την παιδικότητα στη μορφή του Παπαδιαμάντη, και εξέτασε το κοινωνικό περιεχόμενο της τέχνης του με το πρίσμα των νέων ιδεών καί με κοινωνιολογικά κριτήρια. Ο Άγγελος Τερζάκης, ο Τέλος Άγρας και πολλοί άλλοι, νέοι τότε, έχουν τις επιφυλάξεις τους, ακόμα κι όταν στα 1933 ο Γρηγόρης Ξενόπουλος με ένα οξύτατο και αποστομωτικό άρθρο του βάζει τα πράγματα στη θέση τους: "Είναι να γελά κανείς, γράφει, με μερικούς κριτικούς, που με τα ελαττώματα (στη σύνθεση, στο ύφος, στη γλώσσα) αυτά, μαζί με την έλλειψη τάχα «κοινωνικού περιεχομένου», τα θεωρούν τόσο σπουδαία, ώστε ν'αρνιούνται κάθε σχεδόν αξία στον Παπαδιαμάντη (...). Ετσι περιφρονητικά τον ονομάζουν ηθογράφο, ενώ είναι ένας μεγάλος ψυχογράφος και δημιουργός. Βρίσκουν στενό τον ορίζοντά του, ενώ το έργο του, αυτό το σκιαθίτικο, είναι κόσμος ολόκληρος και φωνάζουν πως δεν υπάρχουν «ιδέες», εκεί που δεν έπρεπε να βλέπουν παρά την ιδέα της τέχνης, την αλήθεια και την ομορφιά". Και τελειώνει το άρθρο του ο Ξενόπουλος με τη διαπίστωση, πως ο Παπαδιαμάντης είναι "δημιουργός συγγραφέας, αξεπέραστος ακόμα από τους κατοπινούς του...".
Στα 1937, ο Γιώργος Κοτζιούλας με μια μελέτη του προσπαθεί να αποδείξει πως η καταφρονεμένη μας νεοελληνική ηθογραφία είναι "ο ώριμος καρπός της εθνικής λογοτεχνίας μας" και ειδικότερα ο Παπαδιαμάντης είναι "ο μόνος μας μεγάλος συγγραφέας, που βγήκε από το λαό κι αφιερώθηκε σ' αυτόν". Τελευταίος στην περίοδο αυτή είναι ο χαρακτηρισμός του Μ. Μαλακάση, που θεωρεί τον Παπαδιαμάντη ποιητή του σκιόφωτος, αυτόματο δημιουργό ανθρώπων και λυρικών καταστάσεων. "Πνεύμα θεού φυσούσε καί γεννούσε και ανάσταινε. Ανάσταινε πράγματα καί πρόσωπα... Είναι περισσότερο εκκλησιαστικός, παρά θρήσκος. Σοφός, αλλά γυμνωμένος από κάθε αγκάθι σοφίας. Είναι μέγας στην αληθινή σημασία της λέξεως. Είναι κλασικός. Ομοιος σε πολλά με τον Ντοστογιέφσκι, στερείται την εφευρετικότητα του μεγάλου Ρώσου καί σώζεται από το καθετί, που θα έκανε το έργο του ν'αρρωσταίνει ψυχές... Ποιητές και πεζογράφοι ελάχιστοι στο ανάστημα του", θαυμαστής του Παπαδιαμάντη στάθηκε και ο Ζαν Μορεάς, που χαρακτήρισε το "Μοιρολόγι της φώκιας" αριστούργημα της παγκόσμιας φιλολογίας και υποσχέθηκε πώς θα το μεταφράσει κιόλας.
Θεμελιακός, όμως, σταθμός όλης της κριτικογραφίας στάθηκε η μεγάλη φιλολογική μελέτη του Γιώργου Βαλέτα, για τη ζωή, το έργο καί την εποχή του Παπαδιαμάντη που είδε το φως το Μάιο του 1940, και βραβεύτηκε με το Α' Βραβείο από την Ακαδημία Αθηνών. Η μελέτη αυτή, πραγματικά αποτελεί ένα ορόσημο (αναθεωρημένη το 1955 απο τον ίδιο) στην κριτική θεώρηση του συγγραφέα. Ύστερα ήρθε ο πόλεμος και η κατοχή. Κι όμως, τα Χριστούγεννα του 1941 βγήκε ένα πολυσέλιδο αφιέρωμα της "Νέας Εστίας" με επιμέλεια του Γ. Βαλέτα, μέσα στο οποίο δόθηκαν τα σημαντικότερα στοιχεία για μια οριστική ιστορικοκριτική τοποθέτηση του Παπαδιαμάντη. Στο τεύχος αυτό συνεργάζονται οι αριστείς του πνευματικού μας Παρνασσού: Άγγελος Σικελιανός, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Νίκος Βέης, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δαμασκηνός, Δημήτριος Μπαλάνος, Άγγελος Τερζάκης, Γιάννης Χατζίνης, Δημήτριος Λουκάτος, Κωνσταντίνος Ρωμαίος, Νικόλαος Ποριώτης, Ηλίας Βενέζης, Τάκης Παπατσώνης, Μ. Καραγάτσης, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Κωνσταντίνος Φαλτάιτς, Δημήτριος Εύαγγελίδης, Μιχαήλ Αργυρόπουλος, Γιώργος Κασιμάτης, Μυρτιώτισσα κ.ά. Επίσης καταχωρήθηκαν όλα τα ποιήματα των ποιητών που αφιερώθηκαν κατά καιρούς στον Παπαδιαμάντη. Στο τέλος δημοσιεύεται μια διεξοδική μελέτη του Πέτρου Χάρη που εξαίρει στον Παπαδιαμάντη τρεις αξίες: "Ό πεζογράφος που έμεινε όσο έπρεπε στην ηθογραφία, και προχώρησε όταν έπρεπε στην ψυχογραφία. Ο θαλασσογράφος. Ο ιδρυτής νέου λογοτεχνικού είδους, στα Ελληνικά γράμματα, της εορταστικής διηγηματογραφίας". Και τονίζει: "αυτός έδειξε στον πεζό μας λόγο το δρόμο της αληθινής δημιουργίας, που είναι η πορεία του αληθινού ανθρώπου."
Το ίδιο περιοδικό (Νέα Εστία) το Μάρτιο του 1951 αφιέρωσε κι άλλο τεύχος του στον Παπαδιαμάντη για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του. Και άλλα φιλολογικά περιοδικά του έκαμαν αφιερώματα και νεότερες έρευνες έφεραν νέα στοιχεία βιογραφικά και έργογραφικά. Στοχαστική από κάθε πλευρά είναι η μελέτη του Μ.Μ. Παπαϊωάννου στα 1948, με τον τίτλο "Η θρησκευτικότητα του Παπαδιαμάντη". Ο Παπαϊωάννου τοποθετεί Ιστορικά την προσωπικότητα του Παπαδιαμάντη καί πιάνει τη μορφή του συγγραφέα στις κεντρικές της γραμμές: "Η ψυχολογία της παρακμής και η απαισιοδοξία δεν άφηναν τον Παπαδιαμάντη να χαρεί το δράμα ενός καινούριου κόσμου. Δεν ήταν δυναμικός τύπος, ηρωικός, όπως ο Παλαμάς, ο Καρκαβίτσας. Κείνοι είχαν τ'όνειρο, ο Παπαδιαμάντης τη νοσταλγία. Οί δυο τους κοιτούσαν μπροστά, ο Παπαδιαμάντης πίσω...". Η εργασία του Παπαϊωάννου ανοίγει το δρόμο για το ξεκαθάρισμα και την τελική αποκατάσταση του Παπαδιαμάντη.
Αξιολογότατο βιβλίο για τον Παπαδιαμάντη έγραψε ο Μιχαήλ Περάνθης με τον τίτλο "Ο Κοσμοκαλόγερος", το οποίο ζωντανεύει τη ζωή του συγγραφέα με τη μορφή σαγηνευτικού μυθιστορήματος. Είναι ένα βιβλίο που με σεβασμό στα ιστορικά δεδομένα, είναι γραμμένο με θελκτικό ύφος, ποιητικό άρωμα, δημιουργική πνοή και σωστή κατανόηση του έργου του Αγίου των Γραμμάτων μας.
Μετά την έκδοση των "Απάντων" του, η κριτική έχοντας στη διάθεση της όλο το έργο του συγγραφέα, προσπαθεί να ερμηνεύσει το έργο του από όλες τις πλευρές. Έτσι οι εργασίες συνεχίζονται και αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο τεκμήριο ότι το έργο του Παπαδιαμάντη είναι εθνικό, μεγάλο και απέραντο. Μέσα στο έργο του ο Παπαδιαμάντης μας μιλεί για την αρετή και κακία, για τον αγώνα του εξυψωμού του Έθνους, για το Χριστιανισμό, που γι' αυτόν δεν είναι μόνο τυφλή πίστη, είναι συστήματα ζωής και αλήθειας, για την πολιτική κατάντια του καιρού του και προτείνει τα μέτρα για την ηθική της ανάπλαση, για την παιδεία, το χτύπημα του λογιοτατισμού και την αληθινή ανόρθωσή της με το ζωντανό πνεύμα της λαϊκής παράδοσης. Χτύπησε τους γραμματοσοφιστές, τους τοκογλύφους και τους δημαγωγούς, μας παρουσιάζει πόσο πατριώτης ήταν με τα μάτια της ψυχής του γυρισμένα στα Μεγάλα Χρόνια και στην Πόλη και κλαίει το ξεφύλλισμα του ιδανικού της Μεγάλης Ιδέας στίς ψυχές των συγχρόνων του, μας μιλεί με πόνο στα φυλλοκάρδια του για τη λαϊκή ζωή και για το σεβασμό του προς τους ταπεινούς και καταφρονεμένους. Μας έδειξε σε όλους τους τόνους την ελληνικότητα του με τις βαθύτερες μελέτες του για την αρχαιότητα, την Αλεξανδρινή εποχή, τη Βυζαντινή, την Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, ως τη νεότερη. Μας έδωσε την ιδιότυπη γλώσσα του, που με τη συνεχή της εξέλιξη έφτασε στον ατόφιο δημοτικό λόγο, παρ'όλη την αντίθεση του στον άκρο ψυχαρισμό, μας παρουσίασε μια θρησκευτικότητα βασισμένη στις αρχές των πρώτων Χριστιανών. Αγκάλιασε την αναγέννηση με το ένα χέρι και με το άλλο σφιχτά κρατώντας την παράδοση, με μια άγωνιώδικη προσπάθεια να την ανασύρει στη ζωή. Μακριά από τους λογίους, τους δημοσιογράφους, μακριά από την ψεύτικη κοινωνία της εποχής του, ζήτησε στα γραφικά ξωκκλησάκια, στους απλούς κι αδιάφορους ανθρώπους του λάου, στην αγνή και αμόλευτη φύση, στη μοναξιά και τη σιωπή, στην ψυχική και πνευματική απομόνωση, να απαλύνει την απαισιοδοξία του για τη ζωή, για το "μάταιον, το συνθηματικόν και αγοραίον πάσης ανθρωπινής αξίας".
Το αίτημα της λογοτεχνικής δημιουργίας, που τον τυραννούσε από μικρό, πραγματώνεται με την πρώτη δειλή προσπάθεια, στο πρώτο του μυθιστόρημα "Η μετανάστις". Είναι ένα έργο στα χνάρια της άγονης και στείρας εποχής του. Είναι το μυθιστόρημα του ξενιτεμένου ελληνισμού. Χτυπάει τον εκμοντερνισμό των μεταναστών, που ξέχασαν τίς γνήσιες ελληνικές παραδόσεις και χάλασαν την ψυχή τους. Με ηρωίδα την ελληνίδα Μαρίνα Βεργίνη (μετανάστρια κι η ίδια) που κρατεί αχάλαστη την Ελλάδα μέσα της, πιστή στις εθνικές αρετές, με την αφοσίωσή της στο μνηστήρα της και μετά την εγκατάλειψή της, πληγωμένη στη λεπτή ευαισθησία της και την ευγένεια της ψυχής της οδηγείται με καρτερικότητα και άδολη αγάπη προς όλους, στον τάφο. Ο συγγραφέας ξετυλίγει τα χτυπήματα της μοίρας με τέτοια δύναμη, που υψώνει την ηρωίδα του στη μορφή της αρχαίας τραγωδίας, και μέσα από το δικό της τραγικό μεγαλείο βρίσκει την ευκαιρία να ξεγυμνώσει και να καυτηριάσει τη γύρω της διαφθορά και κακία της κοινωνίας.
Στο δεύτερο μυθιστόρημα του "Οι Εμποροι των εθνών", ξεπερνάει την πρώτη του προσπάθεια και παρουσιάζει ένα έργο, που δεν στάθηκε μόνο σημαντική προσφορά στην εποχή του, αλλά και σήμερα μπορεί να σταθεί δίπλα στα καλύτερα ιστορικά και ρομαντικά μας μυθιστορήματα. Μια πληθωρική φαντασία, πλαισιωμένη με την τεχνική του ταλέντου, μας έδωσε πραγματικά ένα έργο γνήσιας καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ξαναζωντανεύει τη νησιώτικη Βενετοκρατία στην πρώτη της εξόρμηση για την κατάκτηση των Κυκλάδων, και περιγράφει με δαντικές εικόνες όλη την αγριότητα των Βενετών και των Γενοβέζων, που είχαν ως μόνο νόμο τους την αυθαιρεσία και ωμή ιδιοτέλεια. Αυτοί είναι "οι "Έμποροι των εθνών" που η δίψα του χρήματος τους μεταβάλλει σε λύκους και απαίσιους φονιάδες των ήσυχων ανθρώπων, που κατοικούν τα ειδυλλιακά και κάτασπρα φωτοπλημμυρισμένα νησιά μας.
Το τρίτο μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη "Η Γυφτοπούλα" είναι ένα συγγραφικό τόλμημα και στη σύλληψη και στη σύνθεση και στη μορφή. Δημοσιευμένη σε συνέχειες μήνες ολόκληρους στην "Ακρόπολη" του Γαβριηλίδη, είχε τόση επιτυχία στο αναγνωστικό κοινό και γενικά στους λογοτεχνικούς κύκλους, που δημιούργησε γύρω του το θρύλο του μάγου και του υπεράνθρωπου, καθώς κρυβόταν στην αφάνεια και στην ανωνυμία. "Η Γυφτοπούλα" είναι ένα μυθιστόρημα της "Άλωσης", ο θρήνος της Πόλης, από ένα μεγαλοϊδεάτη και Βυζαντινό, τον περίφημο φιλόσοφο Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα. Για τον Παπαδιαμάντη ο Πλήθωνας είναι ένα σύμβολο, θετικό και αρνητικό. Τον θαυμάζει για την αρχαιολατρεία του, τον αποδοκιμάζει για τη δαιμονική του πλάνη, και την άγονη προσπάθεια του, να αναβιώσει τη θρησκεία της αρχαίας Ελλάδας. Το ανακάτωμα των γύφτων στην ιστορία δίνει ένα ιδιαίτερο θέλγητρο στην πλοκή, με αναπάντεχες συμπτώσεις, που κάνουν το μυθιστόρημα ένα απέραντο περιβόλι δολοπλοκιών, με ολοκληρωμένους ήρωες, τον Πλήθωνα, την άτυχη κόρη του και τον ακόμα άτυχο ερωτά της με τον Γύφτο Μάχτο, που στην αυγή της ευτυχίας τους σκοτώνονται και οι δυο κάτω από τα συντρίμμια των αγαλμάτων, που πέφτουν ξαφνικά από σεισμό. Είναι η παραμονή της "Άλωσης" της Πόλης.
Με τον "Χρήστο Μηλιόνη" ο Παπαδιαμάντης ξαναζωντανεύει τα ήρωϊκά χρόνια της Κλεφτουριάς, της εθνικής αντίστασης, όταν η λαϊκή ψυχή, παρατημένη από την ηγεσία της, πήρε στα χέρια της την τύχη του Εθνους. Είναι η πρώτη νουβέλα του Παπαδιαμάντη βγαλμένη από τις γνήσιες πηγές της ιστορίας μας και σύγχρονα ένα προανάκρουσμα της πολυφωνικής συμφωνίας της νεοελληνικής ζωής, που ετοιμαζόταν να συνθέσει με τα διηγήματα του. Ο Παπαδιαμάντης πιστεύει πώς η Επανάσταση δεν δικαιώθηκε. Ο λαός που πολέμησε για να βρει τη λευτεριά του, "απλώς και μόνον μετήλλαξεν τυράννους". Οι τύραννοι αυτοί είναι ξενόδουλοι, λογιότατοι γραμματοσοφιστές, που με τις ψεύτικες εκλογές κάθονταν στην πλάτη του φτωχού λαού, που τον περιφρονούσαν κιόλας. Την άθλια αυτή μετεπαναστατική κοινωνία θέλησε να στηλιτεύσει με το έργο του αυτό. Ο "Χρήστος Μηλιόνης" είναι ένα ιστορικό λογοτέχνημα το καλύτερο, ίσως, που έχει δώσει ως σήμερα η νεοελληνική μας Γραμματεία. Τον πυρήνα του έργου του τον πήρε απο το γνωστό δημοτικό τραγούδι, για τον ηρωικό θάνατο του Χρήστου Μηλιόνη. Με το έργο αυτό μας δίνει την ψυχή της Κλεφτουριάς, με τον αγνό ηρωισμό και την ασίγαστη πίστη για τη λευτεριά.
"Η Φόνισσα" είναι η δεύτερη νουβέλα του Παπαδιαμάντη και θεωρείται απ'όλους το αριστούργημα του. Ανήκει στα έργα της προχωρημένης ωριμότητας του, της ρεαλιστικής περιόδου, και κλείνει μέσα του τα πιο γόνιμα στοιχεία της τέχνης του. Σύλληψη, σύνθεση, μορφή, περιεχόμενο και μύθος σχηματίζουν ένα ολάνθιστο έργο τέχνης, αξεπέραστο ως σήμερα. Είναι βγαλμένο από τα εσώβαθα της ψυχής του, από την τραγωδία του σπιτιού του, από τη μιζέρια του νησιού του, από την απέραντη δυστυχία που πλάκωνε στην εποχή του τίς καρδιές των φτωχών ανθρώπων του λαού του. Η σύνθεση του έργου είναι αριστοτεχνική και η ενότητα αδιάσπαστη. Η αφήγηση είναι γοργή, ρωμαλέα και συγκλονιστική και παίρνει συμβολικό χαρακτήρα. Η τεχνική του Παπαδιαμάντη βρίσκεται στο κορύφωμα της, όταν σκεφτούμε ότι όλο το έγκλημα βγαίνει βουβό μέσα από τις τύψεις της φόνισσας, που η ίδια καταδικάζει το έγκλημα της, και μένει ολόφωτη μέσα στο ανθρωπιστικό ιδανικό της.
"Τα Ρόδινα Ακρογιάλια" με υπότιτλο "Κοινωνικόν μυθιστόρημα", είναι έργο που δείχνει την παρακμή καί τα γερατειά του συγγραφέα. Ούτε κοινωνικό είναι, ούτε μυθιστόρημα συγκρούσεων συμφερόντων. Είναι ένα αφήγημα συμποσιακού τύπου, όπου οι συγκεντρωμένοι φιλοσοφούν ή διηγούνται ιστορίες. Αν βγάλει κανείς το πρώτο μέρος με τη θαλασσινή εκδρομή και περιπέτεια, τα άλλα κεφάλαια είναι Ο γάμος του Παπαστάθη, του άλαφροϊσκιωτου και η διήγηση του Αγάλλου. Υπέροχες είναι οι περιγραφές που τις θαύμαζε και ο Καβάφης.
Ο Παπαδιαμάντης δεν ευτύχησε να δει τυπωμένο σε βιβλίο κανένα έργο του. Μετά το θάνατο του τυπώθηκαν από τις εκδόσεις "Φέξη" (1912-1913) έντεκα τόμοι με όσα διηγήματα βρέθηκαν τότε. Πέντε τόμους μας έδωσε ο Οίκος "Ελευθερουδάκη" το 1925-1930, και έναν τόμο "Θαλασσινά διηγήματα" ο Αθ. Καραβιάς το 1945. Το 1955, τα "Άπαντά" του εκδόθηκαν από τον Εκδ. Οίκο "Δ. Δημητράκου" με στοιχεία βιογραφικά, κριτικά σχόλια, προλόγους, γενική επιμέλεια Γ. Βαλέτα. Το 1963, τα "Άπαντα" του Παπαδιαμάντη εκδόθηκαν σε τρεις τόμους από την "Εταιρεία Ελληνικών Εκδόσεων", με προλόγους καί επιμέλεια Μιχ. Περάνθη.
Ο Παπαδιαμάντης έγραψε τρία μυθιστορήματα: "Η Μετανάστις", "Οι έμποροι των Εθνών", "Η Γυφτοπούλα". Τρία εκτεταμένα διηγήματα (νουβέλες): "Χρήστος Μηλιόνης", "Φόνισσα" και "Ρόδινα Ακρογιάλια". Επίσης 180 διηγήματα και 40 μελέτες και άρθρα. Τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, ανήκουν στην τρίτη περίοδο της εξέλιξης του, τη λεγόμενη νατουραλιστική περίοδο, πού αρχίζει με το πρώτο του διήγημα το 1887 καιφτάνει ως το 1892. Τα διηγήματα του είναι περιγραφικά, φυσιολατρικά, με έντονο χρωματισμό στα εκφραστικά μέσα, με ειδυλλιακή ατμόσφαιρα, υποταγμένα σε κανόνες καί σχέδιο. Αυτά είναι: "Το Χριστόψωμο", "Η χήρα Παπαδιά", "Η Τελευταία Βαπτιστική", "Η Υπερέτρα", "Το Σημαδιακό", "Η Σταχτομαζώχτρα", "Η Έξοχη Λαμπρή", "Η Χτυπημένη", "Η Παντατώρα", "Η Παιδική Πασχαλιά", "Η Μαυρομαντηλού", "Το Πάσχα Ρωμέϊκο", το "Θερος-Έρος", "Ο φτωχός Άγιος", "Η Νοσταλγός", το "Μια ψυχή", "Ο Αμερικάνος", "Στο Χριστό στο Κάστρο", "Στην Αγ' Αναστασία" και το "Όλόγυρα στη Λίμνη". Σε αυτά μπορούμε να κατατάξουμε και το Έρως-ήρως. Με το αριστούργημα του: Ολόγυρα στη Λίμνη, ο συγγραφέας αγγίζει όλες τις μορφές της ηθογραφίας δημιουργώντας δική του τεχνική, μας ξαφνιάζει με την πρωτοτυπία του. Εκτός του διηγήματος, "Ολόγυρα στη Λίμνη", κορυφαία δημιουργία του μπορεί να θεωρηθεί και η "Νοσταλγός", ένα διήγημα από τα λίγα διαμάντια της νεοελληνικής λογοτεχνίας μας.
Με το "Ολόγυρα στη Λίμνη", ο Παπαδιαμάντης εγκαινιάζει την ποιητική πεζογραφία. Με πλαστική δύναμη πρωτόφαντη, μας δίνει διάφανες περιγραφές, καθαρές και έντονες, δροσερές αστραφτερές εικόνες, που κάνουν το διήγημα τραγούδι, ζωγραφιά, ένα πολυσύνθετο πίνακα της νησιώτικης ζωής, γεμάτο από ποικιλία μορφών, ασύλληπτης χάρης και περιπάθειας.
Από το 1892 ως το 1897, που η Ελλάδα είχε τον άτυχο πόλεμο του '97, τη χρεωκοπία και την πτώση του Τρικούπη, ο Παπαδιαμάντης αληθινός πατριώτης και ζωντανός άνθρωπος, χτυπάει την κοινωνική διαφθορά και την άθλια πολιτική κατάσταση της. Τα διηγήματα του είναι κοινωνικής, σατιρικής απόχρωσης. Με τη σάτιρα του προσπαθεί να ξυπνήσει την κοινωνία και να την οδηγήσει στην εθνική ανόρθωση. Αρχίζει με το διήγημα: "Οι Χαλασοχώρηδες", και συνεχίζει με "Τα δύο τέρατα", "Ο Καλόγερος", "Ο Τυφλοσούρτης", "Ναυαγίων ναυάγια", "Ο Βαρδιάνος στα Σπόρκα" κ.α. Με τους "Έλαφροϊσκιωτους", μεταφέρει τη σάτιρα του στη Σκιάθο και χτυπάει τις λαϊκές δεισιδαιμονίες, τις μαγείες κλπ. "Οι Παραπονούμενες" και μερικά άλλα διηγήματα, όπως το "Πατέρα και σπίτι", ανήκουν στα αθηναϊκά διηγήματα. Ψυχολογικό είναι το διήγημα, "Οι φιλόστοργοι", και κοινωνικό το διήγημα, "Χωρίς στεφάνι". Επίσης: "Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη", "Ο Γαγάτος καί τ'άλογο", "Απόλαυσις στη γειτονιά", "Για τα ονόματα" κ.ά.
Από το 1897 αρχίζει η τρίτη περίοδος του διηγήματος του Παπαδιαμάντη που την ονόμασαν περίοδο λυρισμού και πάθους. Ο εξωτερικός κόσμος υποχωρεί τώρα, για να γίνει σκηνικό περίγραμμα, που μέσα του θα φωτιστούν οι μορφές του μέσα κόσμου. Ο ζωγράφος γίνεται ποιητής, ο ηθογράφος λυρικός, ο σατιριστής δραματικός, ο νοσταλγός βαθύς ανατόμος, ψυχογράφος και πλάστης ανθρώπινων χαρακτήρων. Τα διηγήματα του ξεπέρασαν την εποχή του και έγιναν αθάνατα κομμάτια της νεοελληνικής μας Γραμματείας. Το ταλέντο του μας ξεδίπλωσε μορφοπλαστικές μορφές ασύλληπτης δύναμης. Στο αέτωμα αυτής της περιόδου θα αναφέρουμε τα διηγήματα: "Μερακλίδικα", "Ο ξεπεσμένος δερβίσης", "Ο γείτονας με το λαγούτο", "Ο καλούμπας", "Για την περηφάνια", "Η Στρίγγλα Μάννα", "Ο ερωτάς στα χιόνια", "Άγια καί πεθαμένα", "Τρελή βραδιά", "Τ'Αγνάντεμα". Επίσης τα παιδικά : "Δαιμόνια στο ρέμα", "Υπό την βασιλικήν δρυν", "Τα κρούσματα", "Της Κοκκώνας το σπίτι", "Το πνίξιμο του παιδιού", "Γουτού-γουπατού", "Ο Χριστός ανέστη του Γιάννη", "Ω! τα βασανάκια" κ.ά.
Ύστερα ακολουθούν τα θαυμάσια διηγήματα με τον ίδιο λυρισμό και το ίδιο πάθος: "Το όνειρο στο κύμα", "Οι μάγισσες", "Η φαρμοκολύτρια", "Αμαρτίας φάντασμα" καί θα μπορούσαμε να βάλουμε καί "Τα Ρόδινα Ακρογιάλια".
Στην τέταρτη, τη στερνή ρεαλιστική κοινωνική περίοδο, που τη χαρακτηρίζουν, η μεγάλη δημιουργία του Παπαδιαμάντη θ' αναφέρουμε τα διηγήματα: "Η τύχη απ' την Αμέρικα", έργο πνοής και ώμου ρεαλισμού, "Κοκκώνα θάλασσα", "Μάννα και Κόρη", "Η αποσώστρα", "Η ξομπλιάστρα", "Η συντέκνισσα", "Τα δυο κούτσουρα", "Θάνατος κόρης", "Έρμη στα ξένα", "Αλιβάνιστος", "Αγγέλιασμα", "Ασπροφουστανούσα", "Πεποικιλμένη", "Το Χατζόπουλο", "Οι Κανταραίοι" και την αριστουργηματική νουβέλα του Παπαδιαμάντη "Η φόνισσα".
Εργογραφία

Μυθιστορήματα
Η Μετανάστις (1880)
Οι Εμποροι των Εθνών (1883)
Η Γυφτοπούλα (1884)
Χρήστος Μηλιόνης
Η Φόνισσα
Ποιήματα
Στην Παναγίτσα στο Πυργί
Προς την μητέρα μου (1880)
Δέησις (1881)
Εκπτωτος ψυχή (1881)
Η κοιμαμένη βασιλοπούλα (1891)
Το ωραίον φάσμα (1895)
Εις τους αδελφούς Γιαννάκην και Κώστα Γ. Ραφτάκη (1902)
Νύχτα βασάνου (1903)
Επωδή παπά στη χολέρα (1879)
Επωδή γιατρού στη χολέρα (1879)
Το τραγούδι της Κατίνας (1892)
Εις ιππεύουσαν Παναγυριώτισσαν (1907)
Ερωτες στα κοπριά (1907)
Διηγήματα
Το Χριστόψωμο (1887)
Αγάπη στον κρεμνό
Αγια και πεθαμένα (1896)
Ανθος του γιαλού
Αψαλτος
Γούτου Γουπάτου
Γυναίκες της προσμονής και του καημού
Εξοχική Λαμπρή
Ερως - Ηρως (1896)
Ζάνος Χαρίσης
Η αποσώστρα (γραμμένο στη δημοτική)
Η βλαχοπούλα (1893)
Η Μαυρομαντηλού (1891)
Η Νοσταλγός
Η Σταχτομαζώχτρα
Η τύχη απ'την Αμέρικα (1901)
Το μοιρολόγι της φώκιας (1908)
Η Φαρμακολύτρια
Η Χολεριασμένη
Θαλασσινά ειδύλλια
Ο Αλιβάνιστος
Ο Αμερικάνος (1891)
Ο Βαρδιανός στα Σπόρκα
Ο Ερωτας στα χιόνια
Ο Νεκρός Τ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου