Σάββατο 3 Ιουλίου 2010

Αρχαίο σπίτι, Αθήναι


Οι πρώτοι άνθρωποι έφτασαν στην Αθήνα κατά το τέλος των νεολιθικών χρόνων, μεταξύ 4500 και 4000 π.Χ. Τα διάσπαρτα ίχνη τους μαρτυρούν ότι διάλεξαν για μόνιμη εγκατάστασή τους την περιοχή του βράχου της Ακρόπολης. Στην αρχή, πιθανότατα δεν θέλησαν να κατοικήσουν στην κορυφή, αλλά γνωρίζουμε από ανασκαφές ότι είχαν διασκορπιστεί στη νότια και στη βόρεια κλιτύ του βράχου. Κατά καιρούς, ίσως να εγκαταστάθηκαν μερικοί και στα δύο μικρά σπήλαια επάνω από το θέατρο του Διονύσου. Το νερό, πρώτο και βασικό στοιχείο προκειμένου για την ίδρυση οικισμού, αντλούνταν από τα 21 ρηχά πηγάδια βάθους τριών έως τεσσάρων μέτρων που είχαν ανοίξει στη βορειοδυτική πλευρά του βράχου, εκεί που αργότερα υπήρχε η ονομαστή πηγή Κλεψύδρα.
Τα σπίτια, λίγα και σκορπισμένα στις πλαγιές, είχαν γερά θεμελιωμένη βάση, ενώ οι τοίχοι και οι στέγες ήταν κατασκευασμένα από κλαδιά δέντρων αλειμμένα με λάσπη. Στο μοναδικό δωμάτιό τους, υπήρχε η εστία, που ζέσταινε τον χώρο και χρησίμευε στο μαγείρεμα του φαγητού.
Άλλη ομάδα ανθρώπων εγκαταστάθηκε στον γειτονικό λόφο του Ολυμπιείου, ο οποίος αργότερα ισοπεδώθηκε, για να χτιστεί επάνω του ο ναός του Ολυμπίου Διός. Από τα σπίτια αυτά δεν σώθηκε τίποτε απολύτως διότι κόπηκε και απομακρύνθηκε όλη η πιθανή επίχωση, αλλά η μορφή και η θέση του λόφου αναδεικνύουν την ιδανική τοποθεσία για την ίδρυση οικισμού: χαμηλό έξαρμα γης κοντά σε ποτάμι και πεδινή έκταση στην περιφέρεια της τοποθεσίας με εύφορο χώμα που προοριζόταν για καλλιέργεια. Ανατολικά, ο λόφος του Ολυμπιείου είναι σχεδόν βέβαιο ότι χρησιμοποιήθηκε, διότι ένας του κάτοικος βρέθηκε θαμμένος σε μικρό λαξευτό τάφο της περιοχής. Ο τάφος αυτός κι άλλος ένας στον Κεραμεικό, το νεκροταφείο της αρχαίας Αθήνας, φανερώνουν από το σχήμα και τα κτερίσματα ότι οι κάτοικοι διατηρούσαν στενές σχέσεις με τους κυκλαδικούς οικισμούς της υπόλοιπης Αττικής και ότι ακολουθούσαν πολλά δικά τους έθιμα.
Από τα λίγα αυτά ευρήματα, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι αυτοί διατηρούσαν στενή επικοινωνία με τις ακτές του Σαρωνικού Κόλπου, της Αίγινας και της Κέας. Αραιότερες ήταν οι σχέσεις των πρώτων αυτών Αθηναίων με τη βορειοανατολική Πελοπόννησο, τη Θεσσαλία και τη Μικρά Ασία.
Η πρώτη εποχή του χαλκού, δηλαδή από το 3200 ως το 2000 π.Χ., βρίσκει τους κατοίκους να είναι ακόμη έντονα επηρεασμένοι από τον νεολιθικό τρόπο ζωής. Τον πρώτο καιρό παραμένουν κλεισμένοι στον οικισμό τους αλλά αμέσως μετά συνδέονται και επικοινωνούν με ολόκληρη πλέον την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και τις Κυκλάδες. Εννοείται πάλι, ότι ούτε από εκείνα τα σπίτια έχουν σωθεί ίχνη, αλλά τα κεραμεικά της εποχής μαρτυρούν ότι οι άνθρωποι εξακολουθούν να κατοικούν στις παλιές θέσεις που είχαν επιλέξει, ενώ άλλοι διαμένουν και στην κορυφή του βράχου, κοντά στο Ερέχθειο. Στην αρχαία αγορά υπήρχε ένα μονοπάτι με διεύθυνση προς τα δυτικά, προς την Ακαδημία Πλάτωνος. Το μονοπάτι αυτό έγινε αργότερα δρόμος.
Μετά τα ελάχιστα και φτωχά αυτά κατάλοιπα κατοικιών, εντύπωση προκαλεί ο εμφανώς μεγαλύτερος αριθμός των ευρημάτων της δεύτερης εποχής του χαλκού, της Μεσοελλαδικής περιόδου, δηλαδή από το 2000 ως το 1600 π.Χ. Τα σπίτια, τα πηγάδια, οι εστίες, οι αποθέτες, οι τάφοι και τα κεραμεικά είναι όλα ευρήματα κατεσπαρμένα σε μεγάλη έκταση του χώρου. Βόρεια του Ερεχθείου ανακαλύφθηκε στρώμα κατοίκησης.
Στη νότια κλιτύ, σημάδια της Μεσοελλαδικής εποχής υπάρχουν όχι μόνο κοντά στα πρωτοελλαδικά, αλλά παντού όπου έγινε ανασκαφή. Δύο εστίες, δύο αποθέτες, ταφή σε πίθο, ταφικός τύμβος βόρεια της Στοάς του Ευμένους, δύο δωμάτια ή σπίτια, ένα πηγάδι, δύο απλοί τάφοι, και χαμηλότερα (προς τα ανατολικά του λόφου του Μουσείου) ένας μεγάλος τάφος και δύο μικρότεροι. Παντού βρέθηκαν κεραμεικά, όχι μόνο εκεί, αλλά και στο Ολυμπιείο και στους πρόποδες του Αρείου Πάγου (εκεί βρέθηκαν και δύο αποθέτες που ήταν κατά τα φαινόμενα τμήμα μεγάλης κατοικίας).
Σε κανέναν οικισμό δεν κατοικούν οι άνθρωποι κλεισμένοι στον τόπο τους, αλλά αναπτύσσουν εντυπωσιακά για τα δεδομένα της εποχής την έκταση των επικοινωνιών τους.
Στα υστεροελλαδικά χρόνια στην Αθήνα, δεν μεταβλήθηκαν ιδιαίτερα τα παραδοσιακά έθιμα κατοίκησης, έστω αυτά τα λίγα που γνωρίζουμε, παρά την πολιτισμική αλλαγή. Επικρατούν ίδιες μορφές διάκοσμου με τα μυκηναϊκά σπίτια, για τα οποία, όπως θα δούμε παρακάτω, υπάρχουν σαφώς περισσότερες πληροφορίες. Οι κάτοικοι της υστεροελλαδικής Αθήνας μεταχειρίζονται πολυτελή σκεύη στην κουζίνα (και όχι μόνο) και έχουν στα σπίτια τους αντικείμενα από την Αργολίδα και την Κρήτη, που τώρα ακριβώς αρχίζει να στέλνει μερικά προϊόντα της στην Αθήνα. Η έκταση του οικισμού δεν είναι σαφώς καθορισμένη, τα ευρήματα όμως φανερώνουν ότι άρχισαν να χτίζονται σπίτια και μακρύτερα, δηλαδή οι κάτοικοι δεν δημιουργούσαν μόνο ένα συγκρότημα κατοικιών, αλλά περισσότερα. Ο οικισμός, του οποίου τα περισσότερα ίχνη βρίσκονται γύρω από τη στοά του Αττάλου, γενικά παρουσιάζει πολύ μεγάλη ανάπτυξη, ο πληθυσμός εξαπλώνεται στο νότιο τμήμα και όλα μαρτυρούν τη γενική ευημερία. Όμως η κατοπινή επέκταση του οικισμού δηλώνει ότι ο οικισμός είχε πάψει πια να είναι ενιαίος και συνεχής, επειδή το διαρκώς αυξανόμενο μέγεθός του ξεπερνούσε κάθε προηγούμενο. Για να προσεγγίζουμε πιο σωστά την πραγματικότητα, θα πρέπει μάλλον να υποθέσουμε ότι οι Αθηναίοι ήταν συγκεντρωμένοι κατά ομάδες ή "κατά κώμας", όπως θα έγραφε και ο Θουκυδίδης, με τον κεντρικό πυρήνα επάνω στον βράχο και στη νότια κλιτύ. Μερικά σπίτια θα σχημάτιζαν άλλη ομάδα στα δυτικά της Ακρόπολης, άλλα στα ανατολικά του Μουσείου, άλλα κατά μήκος της δυτικής όχθης του Ιλισού και άλλα στο Ολυμπιείο. Πρέπει όμως να διευκρινίσουμε ότι η διάρθρωση αυτή δεν είχε σχέση με συγκεκριμένη κοινωνική ή οικονομική διαφοροποίηση των κατοίκων, διότι υπήρχε ποιοτική αντιστοιχία στον τρόπο οικοδόμησης των κατοικιών.
Εδώ κρίνουμε απαραίτητη μια ενδιαφέρουσα σημείωση ιστορικής αξίας: η "κατά κώμας" οργάνωση του πληθυσμού οδηγεί στον συλλογισμό ότι η λέξη Αθήναι, όπως δηλώνει η κατάληξη -ήναι, είναι πολύ πιο παλιά από τα ιστορικά χρόνια και εκφράζει πληθυντικό αριθμό. Ίσως ο πληθυντικός αναφέρεται σε αυτή τη διαίρεση και προήλθε από το σύνολο των μικρών οικισμών που στο σύνολό τους απαρτίζουν ένα συνοικισμό, όπως συμβαίνει και με τις πόλεις Μυκήναι, Θήβαι. Η διαίρεση διατηρείται και στα ιστορικά χρόνια και οι αρχαίοι συγγραφείς παραδίδουν για τη θέση παλιότερα ονόματα όπως Κεκροπίς και Ερεχθηίς.
Δημιουργούνται νέοι οικισμοί. Οι Αθηναίοι μετακινήθηκαν προς τις παραθαλάσσιες περιοχές. Οι οικισμοί που ίδρυσαν εκεί, τα σημερινά Αλυκή Βούλας, Βάρκιζα, Φάληρο, ευημερούν. Στα παλιά σπίτια έμεναν οι πιο συντηρητικοί και εξακολούθησαν να εργάζονται με τον δικό τους ρυθμό. Αραιά και σπάνια είναι τα εισαγόμενα από τη μακρινή γη Χαναάν προϊόντα, αλλά οι σχέσεις με την Κρήτη πολύ πιο τακτικές. Ο μύθος συνδέει με τραγικό τρόπο τους νέους των Αθηνών, τον Θησέα και τον Αιγέα με την Κρήτη και τον Μινώταυρο ειδικότερα, όμως δεν υπάρχει ουσιαστική μινωική επίδραση που να δικαιολογεί τη γένεση παρόμοιου μύθου.
Το βόρειο τμήμα της Αθήνας, το οποίο έχει εύκολη πρόσβαση στην Ακρόπολη, χρησιμοποιείται εντονότερα. Οι κάτοικοι κυκλοφορούν στο μονοπάτι που αργότερα γνωρίζουμε ως Περίπατο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου